σαρκολάβον — σαρκολάβος surgeon s forceps masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκολάβου — σαρκολάβος surgeon s forceps masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκολάβων — σαρκολάβος surgeon s forceps masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκολάβῳ — σαρκολάβος surgeon s forceps masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαρκολάβο — το / σαρκολάβον, ΝΑ ο σαρκολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού σαρκολάβος κατά τα ουδ.] … Dictionary of Greek
σάρκα — η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α 1. το μυώδες μέρος τού σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.) 2. το μέρος αυτό τού… … Dictionary of Greek
σαρκολαβίδα — η / σαρκολαβίς, ίδος, ΝΜΑ χειρουργικό εργαλείο, ο σαρκολάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + λαβίς] … Dictionary of Greek